ανθόσταγμα
Смотреть что такое "ανθόσταγμα" в других словарях:
ανθόσταγμα — το (κ. ανθόσταμα) ανθόνερο, απόσταγμα από άνθη λεμονιάς … Dictionary of Greek
άνθος — Βασικό τμήμα κάθε φυτού, αν και υπάρχουν φυτά που δεν ανθοφορούν.Λέγεται και λουλούδι. Το ά. είναι το μέρος του φυτού που περιέχει τα όργανα της εγγενούς αναπαραγωγής· κατά κανόνα είναι το πιο όμορφο, το πιο φανταχτερό και το πιο ευωδιαστό μέρος… … Dictionary of Greek